- κρανιολόγος
- ο, ηο ειδικός στην κρανιολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniologue < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -logue (< -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού 'Αγγελου Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.